- αγρειοσυνη
- ἀγρειοσύνηἡ дикость, грубость Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγρειοσύνη — ἀγρειοσύνη, η (Α) [ἀγρεῑος] 1. αγένεια, σκαιότητα 2. ζωή σκληρή, νομαδική … Dictionary of Greek
ἀγρειοσύνης — ἀγρειοσύνη clownishness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)